- αηδία
- ησιχασιά, αποστροφή: Ακόμη και το αντίκρισμά του του γεννούσε αηδία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀηδία — ἀηδίᾱ , ἀηδία nauseousness fem nom/voc/acc dual ἀηδίᾱ , ἀηδία nauseousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδίᾳ — ἀηδίαι , ἀηδία nauseousness fem nom/voc pl ἀηδίᾱͅ , ἀηδία nauseousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδία — η (Α ἀηδία) 1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά 2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια νεοελλ. ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα αρχ. 1. δυσαρέσκεια 2. μισητή, οχληρή παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής. ΠΑΡ. αηδιάζω] … Dictionary of Greek
ἀηδίας — ἀηδίᾱς , ἀηδία nauseousness fem acc pl ἀηδίᾱς , ἀηδία nauseousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδίαι — ἀηδία nauseousness fem nom/voc pl ἀηδίᾱͅ , ἀηδία nauseousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδίαν — ἀηδίᾱν , ἀηδία nauseousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδιῶν — ἀηδία nauseousness fem gen pl ἀηδίζω disgust fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδίαις — ἀηδία nauseousness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδίη — ἀηδία nauseousness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδίην — ἀηδία nauseousness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)